- ἀκαλύπτους
- ἀκάλυπτοςuncoveredmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξωμος — η, ο (AM ἐξωμος, ον) (για ενδύματα) αυτός που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους και τον τράχηλο* … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
σκαρπίνι — το, Ν είδος χαμηλού υποδήματος που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους, σε αντιδιαστολή με το άρβυλο ή την μπότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarpino] … Dictionary of Greek
δρομαιίδες — (dromaeidae). Οικογένεια μεγάλων πτηνών της τάξης των καζουαριομόρφων. Ονομάζονται και δρομαίοι. Παλαιότερα ζούσαν άφθονα στην Αυστραλία, αλλά στο τέλος του 19ου αι. οι μετανάστες άρχισαν να τα καταδιώκουν συστηματικά, γιατί προκαλούσαν ζημιές… … Dictionary of Greek
κοίλον — Ο χώρος των αρχαίων θεάτρων που προοριζόταν για το κοινό. Στην αρχαία Ελλάδα το κοινό καθόταν σε βαθμίδες κλιμάκων, υπερυψωμένων σε σχέση με το χώρο της σκηνικής δράσης. Αρχικά το σχήμα του κ. ήταν ορθογώνιο ή τραπεζοειδές (για παράδειγμα, στους… … Dictionary of Greek